αὐλωπίας — αὐλωπίᾱς , αὐλωπίας Serranus gigas masc acc pl αὐλωπίᾱς , αὐλωπίας Serranus gigas masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλωπίαι — αὐλωπίας Serranus gigas masc nom/voc pl αὐλωπίᾱͅ , αὐλωπίας Serranus gigas masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλωπία — αὐλωπίᾱ , αὐλωπίας Serranus gigas masc nom/voc/acc dual αὐλωπίας Serranus gigas masc voc sg αὐλωπίᾱ , αὐλωπίας Serranus gigas masc voc sg (attic) αὐλωπίᾱ , αὐλωπίας Serranus gigas masc gen sg (doric aeolic) αὐλωπίας Serranus gigas masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλωπίαν — αὐλωπίᾱν , αὐλωπίας Serranus gigas masc acc sg (attic epic doric aeolic) αὐλωπίας Serranus gigas masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… … Dictionary of Greek